χρυσαφικό

χρυσαφικό
mücevherat

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσαφικό — το χρυσό κόσμημα: Της δώρισε ένα ωραίο χρυσαφικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσαφικό — το, Ν συν. στον πληθ. τα χρυσαφικά σύνολο χρυσών αντικειμένων και, ιδίως, κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάφι + κατάλ. ικό, ουδ. τού ικός* (πρβλ. σιδερ ικό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”